- πεδινός
- πεδινόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεδινός — (paedinus). Κολεόπτερο φυτοφάγο έντομο της οικογένειας των βλαψιδών. Το γένος αριθμεί δώδεκα είδη, που ζουν στην Ευρώπη. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο τεφρός, που έχει καστανό χρώμα με μαύρες γραμμές και στίγματα στη ράχη. Ζει σε άγονες εκτάσεις,… … Dictionary of Greek
πεδινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα. 2. για τόπους, αυτός που αποτελείται από πεδιάδα: Η Ουγγαρία είναι χώρα πεδινή. 3. αυτός που κατοικεί σε πεδιάδα: Τα πεδινά χωριά της περιοχής (αντίθ. ορεινός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεδινά — πεδινός neut nom/voc/acc pl πεδινά̱ , πεδινός fem nom/voc/acc dual πεδινά̱ , πεδινός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμέρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 492 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νησιού. Αποτελεί έδρα του δήμου Μεγανησίου του νομού Λευκάδος. * * * το 1. πεδινός τόπος 2. (περιλπτ.) τα χωριά τού κάμπου, σε αντιδιαστολή με τα χωριά των… … Dictionary of Greek
Πλατρειθιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Ιθάκης, του νομού Κεφαλληνίας, κοντά στο χωριό Φρίκες (υψόμ. 20 μ.). Η Πλατρειθιά, πεδινός οικισμός στην Ιθάκη … Dictionary of Greek
Φύλλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται A της Χαλκίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (35 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Καμάρι (υψόμ. 280 μ.), η Μονή Αγίου… … Dictionary of Greek
πεδινῶν — πεδινός fem gen pl πεδινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδινόν — πεδινός masc acc sg πεδινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
άμφια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 408 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το) 1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες 2. τα… … Dictionary of Greek